- ελαφρόμυαλος
- -η, -οαλαφρόμυαλος, επιπόλαιος, απερίσκεπτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ελαφρόμυαλος — η, ο αυτός που έχει ελαφρό νου, που δε σκέφτεται σοβαρά, ο ανόητος: Είναι ελαφρόμυαλος, γι αυτό δε δίνουν σημασία σ ό,τι λέει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αερόμυαλος — η, ο ελαφρόμυαλος, επιπόλαιος, ανόητος … Dictionary of Greek
ελαφρο- — και αλαφρο και λαφρο α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι αυτό που σημαίνει το β συνθετικό έχει την ιδιότητα τού ελαφρού (ελαφρόμυαλος, λαφρόξυλο) … Dictionary of Greek
ελαφρόνους — ουν (Α ἐλαφρόνους, ουν και ἐλαφρόνοος, οον) ἐλαφρόμυαλος, ανόητος … Dictionary of Greek
ελαφρός — ή, και ά, και ιά, ό και αλαφρός, ιά, ό και αλαφριός, ά, ό και ελαφρύς, ιά, ύ και αλαφρύς, ιά, ύ (AM ἐλαφρός, ά, όν και ἐλαφρός, όν) Ι. 1. αυτός που ἔχει μικρό βάρος 2. (για ενδύματα, σκεπάσματα, υφάσματα κ.λπ.) λεπτός, κατάλληλος λόγω υλικού και… … Dictionary of Greek
επιπόλαιος — η, ο (AM ἐπιπόλαιος, ον θηλ. και ἐπιπολαία) 1. μτφ. αβέβαιος, ασαφής, επιφανειακός, μη εμβριθής, ελαφρόμυαλος, απερίσκεπτος (α. «τῆς ἐπιπολαίου παιδείας τυχών», Ισοκρ. β. «επιπόλαιες αγάπες») 2. ο επιφανειακός, αυτός που δεν προχωρεί βαθιά… … Dictionary of Greek
κέπφος — ο (Α κέπφος) είδος θαλάσσιου πτηνού που σύμφωνα με τη σημερινή ταξινόμηση ανήκει στην οικογένεια αλκίδες («περὶ τὴν θάλατταν καὶ ἀλκυὼν καὶ κήρυλος... καὶ κέπφος, αἴθνια», Αριστοτ.) αρχ. ελαφρόμυαλος άνθρωπος, ανόητος άνθρωπος («οὐ γὰρ προσήκει… … Dictionary of Greek
κοκορόμυαλος — η, ο ανόητος, ελαφρόμυαλος, κουφιοκέφαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόκορας + μυαλος (< μυαλό), πρβλ. αχυρό μυαλος, ελαφρό μυαλος] … Dictionary of Greek
κοκωβιός — ο, θηλ. κοκωβίνα 1. το ψάρι γωβιός 2. μτφ. άνθρωπος ανόητος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κωβιός, με συλλ. αναδιπλασιαμό] … Dictionary of Greek
κολοκυθοκέφαλος — η, ο (Μ κολοκυνθοκέφαλος, ον) αυτός που έχει μεγάλο κεφάλι νεοελλ. ανόητος, ελαφρόμυαλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοκύθα + κεφάλι (πρβλ. βου κέφαλος, γαϊδουρο κέφαλος)] … Dictionary of Greek